- φλωρί
- το(λ. λατ.), βλ. φλουρί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλωρί — το, ΝΜ, και λόγιος τ. φλωρίον Ν το φλουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. florinus (βλ. και λ. φλουρί)] … Dictionary of Greek
φλώρι — το, Ν ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τού πουλιού φλώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλώρος, κατά τα ον. πτηνών σε ι (πρβλ. σπουργίτι, χελιδόνι κ.ά.)] … Dictionary of Greek
φλώρι — το βλ. φλώρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλουρί — το, Ν 1. κάθε παλαιό χρυσό νόμισμα («το φλουρί τής βασιλόπιτας τό βρήκε ο μικρός») 2. (ειδικά) χρυσό βυζαντινό νόμισμα 3. μεταλλικό κόσμημα παραδοσιακής φορεσιάς («η παραδοσιακή φορεσιά τής Σαλαμίνας έχει πολλά φλουριά ως κοσμήματα στήθους») 3.… … Dictionary of Greek
φλουροκαπνισμένος — και φλωροκαπνισμένος, η, ο, Ν 1. επιχρυσωμένος 2. ξανθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλουρί / φλωρί + καπνισμένος (< καπνίζω), πρβλ. μαλαμο καπνισμένος] … Dictionary of Greek
φλωρίον — το, Ν (λόγιος τ.) βλ. φλωρί … Dictionary of Greek
φλώρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρωμαίος ιστορικός της εποχής του Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Έγραψε σε δύο βιβλία την ιστορία των πολέμων της Ρώμης, από την εποχή των βασιλέων έως το κλείσιμο του ναού του Ιανού επί Αυγούστου (25 π.Χ.). Είναι κυρίως … Dictionary of Greek
φλουρί — φλουρί, το και φλωρί, το (λ. λατ.) 1. χρυσό νόμισμα των Βυζαντινών. 2. κάθε χρυσό νόμισμα των παλιών, όπως το κωσταντινάτο, το ενετικό δουκάτο, ο τουρκικός μαχμουδιές: Τι μ ωφελούνε τα φλουριά, το κίτρινο χρυσάφι...; (Γ. Βιζυηνός). 3. το κίτρινο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλώρος — φλώρος, ο και φλώρι, το 1. ωδικό πτηνό: Και τιτιβίζοντας τα φλώρια, οι σπίνοι (Ι. Γρυπάρης). 2. μτφ., νεαρός αβρός, μαλθακός, καλοπερασάκιας, λελές, ντιντής: Είναι φλώρος, δεν είναι λεβέντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)